- ἀπαραβάτους
- ἀπαράβατοςunalterablemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… … Dictionary of Greek
δεοντολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δεοντολογία: Η επιχειρηματική δραστηριότητα πρέπει να διακατέχεται από απαράβατους δεοντολογικούς κανόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)